ροδοφύκη

ροδοφύκη
Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση βάγγειοι ή βαγγειοφύκη) ή μπορεί να παίρνει, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, μορφές σημαντικά διαφοροποιημένες (κλάση φλορίδιοι ή φλοριδοφόκη). Ποσοτικές μεταβολές των διάφορων χρωστικών που υπάρχουν στους χρωμοπλάστες των κυττάρων τους (χλωροφύλλη α και β, ξανθοφύλλη, φυκοκυανίνη, φυκοερυθρίνη) καθορίζουν τους χρωματισμούς τους, που περιλαμβάνονται σε μια κλίμακα η οποία προχωρεί από το ρόδινο-κόκκινο στο ιώδες και στο ιώδες-γαλαζόχρωμο. Κυρίως η φυκοερυθρίνη είναι εκείνη που επηρεάζει τους χρωματικούς τόνους αυτών των φυκών, στα οποία παρέχεται, εξάλλου, η δυνατότητα να χρησιμοποιούν την ακτινοβολία των κυανών ακτίνων του ηλιακού φάσματος, που μπορούν να εισχωρούν σε ένα ορισμένο βάθος μέσα στο νερό. Και πραγματικά έχει αποδειχτεί ότι τα κόκκινα φύκη καταλαμβάνουν τις πιο χαμηλές περιοχές των θαλάσσιων παραλίων, και μερικά είδη τους σε βάθη μεγαλύτερα των 100 μέτρων. Ο πολλαπλασιασμός γίνεται αγενώς και εγγενώς, μέσω πολύπλοκων αναπαραγωγικών κύκλων: αξίζει να αναφερθούν ωστόσο τα θήλεα εγγενή όργανα, τα καρπογόνια, που είναι κοιλότητες στις οποίες το ωοκύτταρο παραμένει προστατευόμενο από ένα ειδικό νήμα, τον τριχοζύνη, μέσα από τον οποίο διέρχεται ο πυρήνας του σπερματοζωαρίου για να γονιμοποιήσει τον πυρήνα του ωοτοκύτταρου. Όλα σχεδόν τα ρ. είναι θαλάσσια: μερικά είναι κοινότατα ή οπωσδήποτε ενδιαφέροντα για τις εφαρμογές που βρίσκουν. Περιλαμβάνουν εδώδιμα είδη, όπως η πορφύρα η τρυφερή (μαρούλι της θάλασσας της Ιαπωνίας) που καταναλώνονται στην Ιαπωνία, στις θάλασσες της οποίας αφθονεί· η πορφύρα η κοινή δεν είναι πολύ διαφορετική από την πρώτη, έχει θαλλό ελασματοειδή-φυλλοειδή, κόκκινο-ιώδη και είναι πολύ κοινή σε όλες τις θάλασσες. Πολλά γένη ρ. (gelidium, gracilaria, gliopeltix) χρησιμοποιούνται, μετά από αποξήρανση και άλλες επεξεργασίες, για την παρασκευή του αγάρ-αγάρ. Ο χόνδρος ο ούλος δίνει το καρραγηνό, παρόμοιο με το αγάρ, κατάλληλο, όπως και το αγάρ, για θεραπευτική χρήση (μαλακτικό και γαλακτώδες) και για διατροφή. Χρησιμοποιείται επίσης για το φινίρισμα των υφασμάτων και τη διήθηση της μπίρας και των ποτών. Τέλος, αναφέρουμε την οικογένεια των Koραλλινιδών (υπενθυμίζουμε την κοραλλίνα τη φαρμακευτική), που περιλαμβάνει φύκη των oποίων οι κυτταρικές μεμβράνες έχουν τη μοναδική ιδιότητα να καλύπτονται με κρούστα ανθρακικού ασβέστιου, κατά τρόπο ώστε ο θαλλός τους γίνεται σκληρός και ταυτόχρονα εύθραυστος: πολλά από αυτά συμβάλλουν στον σχηματισμό των κοραλλιογενών υφάλων και νησίδων των τροπικών θαλασσών (πορόλιθο, λιθοθάμνιο, λιθόφυλλο κλπ.). Σε όλες σχεδόν τις θάλασσες συναντώνται τα: σκιναία η διχαλωτή, δελεσσερία η αιματόχρους, πολυσιφώνιο χόνδρια η δασύφυλλη. Κοραλλίνα η ερυθρά, που φυτρώνει στη Μεσόγειο. Τα φυτά αυτά έχουν την ιδιότητα να καλύπτονται με ανθρακικό ασβέστιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • καρποσπόριο — το βοτ. συν. στον πληθ. τα καρποσπόρια σπόρια τα οποία παράγονται από τα ροδοφύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. carpospore < carpo (< καρπo ) + spore (< σπόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • κυστοκάρπιο — το βοτ. διογκωμένη υδριόμορφη δομή σε ορισμένα ροδοφύκη, που δημιουργείται μετά τη γονιμοποίηση ενός καρπογονίου και η οποία περιέχει τα αναπτυσσόμενα καρποσπόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystocarp < cyst(o) (< κυστε[ο] ) + carp …   Dictionary of Greek

  • ροδοφύκος — το, Ν συν. στον πληθ. τα ροδοφύκη βοτ. κλάση φυκών, η μόνη τής υποδιαίρεσης ροδόφυτα, τα μέλη τής οποίας χαρακτηρίζονται από τον ιδιαίτερο χρωματισμό τους, που είναι ερυθρός έως ιώδης και σπανιότερα σκοτεινέρυθρος ή καστανέρυθρος και ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • ροδόφυτος — η, ο, Ν 1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυτα βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

  • σπαθουλοσπορώδη — τα, Ν [σπαθουλόσπορα] (μυκητ.) τάξη ασκομυκήτων που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1973 και περιλαμβάνει μόνο το γένος σπαθουλόσπορα με 5 είδη μυκήτων που παρασιτούν σε θαλάσσια ροδοφύκη και έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί μόνο στο νότιο ημισφαίριο …   Dictionary of Greek

  • φυκοβιλίνη — η, Ν βοτ. γενική ονομασία τών κυανών ή ερυθρών χρωστικών που απαντούν στα κυανοφύκη και τα ροδοφύκη, αλλ. βιλιπρωτεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phycobilin] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”